- πλεονέκτης
- ο, ΝΜΑ, και πλεονέχτης, θηλ. πλεονέχτρα Ν, θηλ. πλεονέκτις, ΜΑαυτός που επιδιώκει να έχει περισσότερα από όσα κάποιος άλλος ή οι άλλοι γενικώς και συνήθως να αποκτήσει κάτι που δεν το δικαιούται («πᾱς πόρνος ἤ ἀκάθαρτος ἤ πλεονέκτης... οὐκ ἔχει κληρονομίαν», ΚΔ)αρχ.1. εκείνος που ξεπερνά κάποιον σε ευστροφία ή πονηρία («... καὶ ἐπίβουλον εἶναι καὶ κρυψίνουν... καὶ ἐν παντὶ πλεονέκτην τῶν πολεμίων», Ξεν.)2. μαθημ. υπερτελής αριθμός.[ΕΤΥΜΟΛ. < πλέον, ουδ. τού πλείων* / πλέων + -έκτης (< ἔχω), πρβλ. ευ-έκτης, καχ-έκτης].
Dictionary of Greek. 2013.